ΑΡΘΡΟ ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ KONTRA

«H χώρα δεν χρειάζεται απλή αναλογική. Η χώρα χρειάζεται πολύ περισσότερο απλή λογική». Με τη φράση αυτή ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναδείκνυε το 2016 τον απόλυτο παραλογισμό της απλής αναλογικής που ψήφιζε  ο ΣΥΡΙΖΑ, εργαλειοποιώντας τον εκλογικό νόμο για να εμποδίσει τη ΝΔ να λάβει αυτοδυναμία. Ο λαός όμως αποφάσισε και στις εκλογές της 07ης Ιουλίου απέδωσε ευθύνες. Και σήμερα η ΝΔ, τηρώντας τη συμφωνία αλήθειας που σύναψε με τον ελληνικό λαό, κατέθεσε την πρόταση της για την αλλαγή του εκλογικού νόμου.

Μια πρόταση που επαναφέρει ένα εκλογικό σύστημα ενισχυμένης αναλογικής και χορηγεί κλιμακωτό μπόνους μέχρι 50 έδρες στο πρώτο κόμμα, εφόσον αυτό έχει λάβει ένα ποσοστό πάνω από το 25%. Το όριο αυτό του 25% αποτελεί την έμπρακτη απόδειξη του σεβασμού της Κυβέρνησης στη λαϊκή βούληση, τηρώντας απόλυτα τη συνταγματική επιταγή για ισότητα της ψήφου.

Στον δημόσιο όμως διάλογο που ξεκίνησε, υπήρξε, κυρίως από την πλευρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης, μια προσπάθεια ωραιοποίησης της απλής αναλογικής. Φτάσαμε δε στο σημείο να ακούμε ότι «Η εφαρμογή της απλής αναλογικής πουθενά και ποτέ δεν δημιούργησε ζητήματα κυβερνησιμότητας».

Επιχειρώντας μια ιστορική αναδρομή, ένα ταξίδι στις σελίδες της ελληνικής ιστορίας, αναδεικνύεται, δίχως αστερίσκους, η ακυβερνησία που συνεπάγεται η απλή αναλογική. Το 1926 εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα εκλογικό σύστημα με απλή αναλογική. Τα αποτελέσματα: κατακερματισμός των πολιτικών δυνάμεων και εικόνα ακυβερνησίας. Χρειάστηκε η επάνοδος του Ελευθερίου Βενιζέλου το 1928 και η επιλογή ενός πλειοψηφικού συστήματος, ώστε να σχηματισθεί σταθερή κυβέρνηση. Η επαναφορά, δε, της απλής αναλογικής στις εκλογές του 1932 και του 1936 είχε ολέθριες συνέπειες, αποδυναμώνοντας το πολιτικό σύστημα και ανοίγοντας τον δρόμο για τη δικτατορία Μεταξά.

Και μεταπολεμικά όμως, τόσο το 1946 όσο και το 1950, η απλή αναλογική εμπόδισε την δημιουργία σταθερών κυβερνήσεων. Σαφώς, το ταραγμένο πολιτικό κλίμα των εποχών εκείνων συνέβαλε στην αποτροπή ευρύτερων συναινέσεων, αλλά η ακυβερνησία είναι εγγενές στοιχείο της απλής αναλογικής. Παράλληλα, όλοι οι παροικούντες την πολιτική Ιερουσαλήμ θυμούνται το 1989, όταν η τότε Κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ για να σταματήσει την ανάληψη της εξουσίας από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη νομοθέτησε έναν νόμο-έκτρωμα, τον περίφημο νόμο Τσοχατζόπουλου, προκειμένου να σταματήσει την άνοδο της ΝΔ στην εξουσία. Και εν μέρει το πέτυχε, αφού χρειάστηκαν τρεις εκλογικές αναμετρήσεις προκειμένου η ΝΔ να φτάσει στο δυσθεώρητο ποσοστό του 47% ώστε να εκλέξει 150 βουλευτές και να σχηματίσει κυβέρνηση. Ο τόπος μας έχει υποφέρει από την απλή αναλογική, και ουδείς δικαιούται να το ξεχνά.

Η απλή αναλογική επιτάσσει τη μετεκλογική συνεργασία μεταξύ των κομμάτων, με αμοιβαίες υποχωρήσεις επί των προγραμματικών τους αρχών, που έχουν εγκριθεί από τους πολίτες μέσω των εκλογών. Αυτό όμως έχει ως συνέπεια να εφαρμόζονται πολιτικές-υβρίδια, οι οποίες δεν έχουν λάβει τη λαϊκή έγκριση. Ποιος ξεχνά την παρά φύσιν συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ; Την παντελή έλλειψη πολιτικού προγράμματος και την εφαρμογή ασυνάρτητων πολιτικών; Η εφαρμογή της απλής αναλογικής ποδοπατεί τη λαϊκή βούληση και την προγραμματική συνέπεια ως στοιχείο της δημοκρατικής εκλογικής διαδικασίας,  αφού είναι οι σκοπιμότητες και όχι οι προγραμματικές συγκλίσεις με συνέπεια στις προεκλογικές εξαγγελίες, που καθορίζουν τελικά τις μετεκλογικές ισορροπίες.

Αυτές τις παθογένειες της απλής αναλογικής θεραπεύει ο εκλογικός νόμος της ΝΔ. Μ’ ένα σύστημα ενισχυμένης αναλογικής που σέβεται τη λαϊκή ψήφο, επιτρέπει την κυβερνησιμότητα του τόπου και τοποθετεί στο επίκεντρο της δημοκρατίας τον πολιτικό προγραμματικό λόγο. Το πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να διακινδυνεύει τις θυσίες του ελληνικού λαού, που με κόπο και αίμα έβγαλε την Ελλάδα από τη δεκαετή κρίση. Και η ΝΔ δεν θα το κάνει. Γιατί, επαναλαμβάνοντας αυτό που είχε δηλώσει προφητικά το μακρινό 2016 ο Κυριάκος Μητσοτάκης, η Ελλάδα χρειάζεται απλή λογική και όχι απλή αναλογική.