ΑΡΘΡΟ ΣΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 

«Η Δημοκρατία είναι το χειρότερο πολίτευμα, με εξαίρεση όλα τα υπόλοιπα». Η ρήση αυτή του Ουίνστον Τσώρτσιλ αποτυπώνει πλήρως την μεγάλη αξία της Δημοκρατίας, την πρωτοκαθεδρία της έναντι των άλλων μορφών διακυβέρνησης. Και εάν η Δημοκρατία είναι το καλύτερο πολίτευμα, ο κοινοβουλευτισμός, η αντιπροσώπευση δηλαδή των πολιτών από εκλεγμένους αντιπροσώπους, αποτελεί τη βέλτιστη εφαρμογή της Δημοκρατίας.

Με την ευκαιρία της  παγκόσμιας ημέρας κοινοβουλευτισμού, οφείλουμε να αναδείξουμε την τεράστια σημασία και την αξία του Κοινοβουλευτισμού. Διότι, δυστυχώς,  δεν ήταν πάντα δεδομένος στην πατρίδα μας. Και δεν χρειάζεται να ανατρέξουμε στις μακρινές εποχές προ του «Τις πταίει;» και του μνημειώδους λόγου του Χαρίλαου Τρικούπη, που οδήγησε στην κατοχύρωση της αρχής της δεδηλωμένης. Αρκεί να ανατρέξουμε στην πλατεία Συντάγματος το 2011 και το 2012 όταν στον ίδιο τόπο όπου το 1843 ο λαός  των Αθηνών κραύγαζε για την ανάγκη θεσμοθέτησης Συντάγματος, το 2011 και το 2012 μια θλιβερή μειοψηφία ζητούσε επιτακτικά να καεί ο ναός της Δημοκρατίας. Η Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία, που ιδρύθηκε μετά την επταετή παρένθεση της δικτατορίας των Συνταγματαρχών, παρά τις πλημμέλειες της, λειτούργησε. Και λειτούργησε  διότι όλοι οι πολιτικοί ταγοί της αναγνώριζαν τη μεγάλη αξία του κοινοβουλευτισμού.

Αναγνώριζαν ότι πρόκειται για ένα σύστημα αξεπέραστο, ένα σύστημα που πετυχαίνει να συγκεράσει αρμονικά τη Δημοκρατία, όπως αυτή συγκεκριμενοποιείται μέσω των ελεύθερων εκλογών, τον πλουραλισμό απόψεων και θέσεων, όπως εκδηλώνεται με τον πολυκομματισμό, την δημοκρατική αρχή, που επιτάσσει την λογοδοσία της Κυβέρνησης έναντι του Κοινοβουλίου, αλλά και τη Διαβούλευση. Το  δικαίωμα του κάθε βουλευτή, ανεξαρτήτως του κόμματος που εκπροσωπεί, να τοποθετείται εντός της αίθουσας της Ολομέλειας, εκφράζοντας την άποψη του, και τους πολίτες που τον εξέλεξαν.

Ένα σύστημα που αιώνες τώρα, από τη στιγμή που γεννήθηκε στην Μεγάλη Βρετανία, την πατρίδα του Κοινοβουλευτισμού τον 12ο αιώνα, έως και σήμερα, ο κοινοβουλευτισμός λειτούργησε. Και υπήρξαν πάμπολλες φορές στο πέρασμα των αιώνων που πολλοί επιχείρησαν να τον περιορίσουν. Αυταρχικοί αυτοκράτορες, φιλόδοξοι στρατιωτικοί, οι βόμβες των ναζιστικών στρατευμάτων, και εσχάτως ο Covid-19.

Η λαίλαπα του κορωνοϊού που επηρέασε το ρου της ιστορίας της ανθρωπότητας δεν άφησε ανεπηρέαστο το κοινοβουλευτισμό. Υπήρξαν χώρες που ανέστειλαν τη λειτουργία των κοινοβουλίων τους. Σε άλλες, αξιοποιήθηκε ο μανδύας του κοινοβουλίου για να υφαπάρξει η εκτελεστική εξουσία περισσότερες εξουσίες. Στα καθ’ ημάς, παρά το γεγονός ότι υπήρξαν εισηγήσεις για να κλείσει το Κοινοβούλιο, με μεγάλη πλειοψηφία αποφασίστηκε να μην κλείσει η Βουλή των Ελλήνων. Αντιθέτως, ακόμα και τις πλέον δύσκολες ώρες της πανδημίας, όταν είχαν επιβληθεί αυστηρότατοι περιορισμοί της κυκλοφορίας, η Βουλή λειτούργησε. Με τα αναγκαία μέτρα προστασίας, με μειωμένη σύνθεση, αλλά λειτούργησε. Η εκτελεστική εισηγούνταν και η νομοθετική ψήφιζε κρίσιμα νομοθετήματα σχετικά με την αντιμετώπιση της πανδημίας, ενώ η μειοψηφία μέσω του κοινοβουλευτικού ελέγχου, ήλεγξε τη Κυβέρνηση. Το μήνυμα ήταν ηχηρό και ήταν σαφές: Η δημοκρατία δεν αναστέλλεται, η δημοκρατία δεν τίθεται σε καραντίνα.

Είναι ευθύνη όμως κάθε δημοκρατικού πολίτη η ομαλή λειτουργία του Κοινοβουλίου και της Δημοκρατίας. Όλοι μας οφείλουμε να την προστατεύσουμε από τις ακρότητες και το φανατισμό. Διότι όπως είχε πει ο Δημήτρης Τσάτσος «Η αντιπαράθεση αντιπάλων στεριώνει τη δημοκρατία, η σύγκρουση εχθρών μέσα στο χώρο της είναι η αρχή του τέλους». Έχοντας αυτό κατά νου, όλοι οι πολίτες  θα πρέπει να φέρουμε στην καρδιά μας τα λόγια του Παναγιώτη Κανελλόπουλου ότι : «Ομοψυχία δεν σημαίνει έλλειψη αντιθέσεων, (…) αλλά να υπάρχει σ’ όλα τα Κόμματα και στα στελέχη και στη βάση όλων των Κομμάτων η πεποίθηση ή μάλλον η συνείδηση, ότι ανήκουν στην ίδια μερίδα, στην ίδια Πατρίδα, στην Ελλάδα». Διότι το Κοινοβούλιο είναι αρένα ιδεών και όχι αρένα λεόντων.